ματσαραγκιά
Смотреть что такое "ματσαραγκιά" в других словарях:
ματσαράγκα — και ματσαραγκιά, η 1. απάτη σε χαρτοπαικτικό παιχνίδι 2. κάθε είδος απάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzeranga] … Dictionary of Greek
ματσαράγκα — και ματσαραγκιά, η 1. απάτη σε χαρτοπαικτικό παιχνίδι 2. κάθε είδος απάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzeranga] … Dictionary of Greek